--> Gennadius Scrapbooks

Ιματιογραφία. Α΄ Γενικά - Εισαγωγικά

Title: 

Solimani Turchoru Regis puer feruus

Publication/Bibliography: 

Omnium fere gentivm nostrae ætatis habitvs, nvnqvam ante hac æditi. Ferdinando Bertelli Æneis Typis Excudebat. Venetijs Anno 1563.

Description: 

Πολεμιστής - ακόλουθος του Σουλτάνου με δόρυ, ασπίδα και περικεφαλαία.

Subject: 

ΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ|ΔΟΥΛΟΙ|ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ|ΟΠΛΑ/ΟΠΛΙΣΜΟΣ|ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΕΝΔΥΜΑΣΙΕΣ

Date: 

1563

Datecoveragefrom: 

Datecoverageto: 

Country: 

Οθωμανική Αυτοκρατορία

OLCity: 

OLSite: 

Monument: 

OLArea: 

Scrapbook: 

58

Volume: 

1

Spread: 

s043

Author: 

Engraver: 

Publisher: 

Ferdinando Bertelli

Type: 

Book clipping

Notes: 

Βάσει του χειρόγραφου σχολίου πρόκειται για γενίτσαρο, αφού εκείνοι ήταν οι επιφορτισμένοι με τα στρατιωτικά προσωπικοί υπηρέτες - ακόλουθοι του Σουλτάνου. Τα επίλεκτα γενιτσαρικά τάγματα (γενίτσαρος στα τουρκικά σημαίνει “νέος στρατιώτης”) στελεχώνονταν από αγόρια χριστιανικών οικογενειών 8 – 20 ετών που επιλέγονταν με προσοχή από την οθωμανική διοίκηση για τα φυσικά ή πνευματικά τους προσόντα. Αποκλείονταν μοναχοπαίδια ή παιδιά αρματολών, παντρεμένοι, κάτοικοι πόλεων ή προνομιακών κοινοτήτων. Ο “φόρος του αίματος” όπως έχει ονομαστεί η σκληρή αυτή πρακτική των Οθωμανών, άρχισε να εφαρμόζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα (συνήθως κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια), κυρίως από το 14ο αιώνα υπό την ηγεσία του Μουράτ Α’ (1360-1389), για να συστηματοποιηθεί πλήρως το 16ο αιώνα από τους Σουλτάνους Σελίμ Α' (1512-1520) και Σουλεϊμάν Α' (1520-1566). Τις συνέπειες του μέτρου υφίσταντο αρχικά οι βαλκανικοί λαοί (Αλβανοί, Βόσνιοι, Βούλγαροι, Έλληνες, Κροάτες και Σέρβοι), ενώ από το 17ο αιώνα το παιδομάζωμα (devshirmeh, σημαίνει “συγκέντρωση”, “μάζεμα” στα τουρκικά) επεκτάθηκε και στην Ουκρανία και τη νότιο Ρωσία. Τα αγόρια αφού συγκεντρώνονταν στέλνονταν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ανάλογα με τις δυνατότητες τους είτε παρέμεναν υπό περιορισμό στα παλάτια της πόλης για να εκπαιδευθούν στη διοίκηση (ιτς – ογλάν) είτε έμεναν μαζί με αγροτικές τουρκικές οικογένειες για να μάθουν τη γλώσσα και τις τουρκικές συνήθειες, ώσπου να φτάσουν την απαραίτητη ηλικία και να μπουν στο στράτευμα (ατζέμ – ογλάν). Από την πρώτη κατηγορία προέρχονταν οι σημαντικότεροι αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας – με κορυφαίο το Μεγάλο Βεζίρη, ενώ από τη δεύτερη οι καλύτεροι πολεμιστές. Στόχος του μέτρου αυτού ήταν η δημιουργία ισχυρού στρατού και ικανής διοίκησης, αμφότερων βασισμένων στην αξιοκρατία και την προσωπική ικανότητα, μακριά από νεποτισμούς, οικογενειοκρατίες και δυναστικές έριδες. Παρόμοια μοντέλα δημιουργίας αφοσιωμένου στρατού σκλάβων είχαν υιοθετηθεί και στο παρελθόν, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό των Μαμελούκων Τούρκων που από σκλάβοι του Χαλίφη έφτασαν να διοικούν την Αίγυπτο παραγκωνίζοντάς τον. Το σημαντικότερο προσόν των γενιτσαρικών ταγμάτων ήταν ότι εκπαιδεύονταν μακριά από τις οικογένειές τους και με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι απόλυτα αφοσιωμένοι στον αφέντη τους, το Σουλτάνο. Ήταν προσωπικοί υπηρέτες του, του όφειλαν τυφλή υπακοή κι εκείνος είχε πάνω τους εξουσία ζωής και θανάτου. Για να εξασφαλιστεί η επιτυχία του συστήματος, ακόμη κι αν δεν ασπάζονταν οι ίδιοι οι γενίτσαροι τον ισμλαμισμό (που ήταν, πάντως, το συνηθέστερο), τα παιδιά τους θεωρούνταν μουσουλμάνοι με αποτέλεσμα να αποκλείονται από το devshirmeh και τις ευκαρίες που αυτό πρόσφερε για σταδιοδρομία στο στρατό ή τη διοίκηση. Ο θεσμός άρχισε να φθίνει όταν άνοιξε ο δρόμος για τα γενιτσαρικά τάγματα στους ελεύθερους μουσουλμάνους με δωροδοκίες, με αποτέλεσμα το 17ο αιώνα το δικαίωμα εισδοχής να είχε γίνει πια κληρονομικό – καταστρατηγώντας ουσιαστικά τον ίδιο το λόγο ύπαρξης του θεσμού, την αξιοκρατική ανάρρηση στην εξουσία. Μέχρι το 19ο αιώνα ο θεσμός είχε πλέον εκφυλιστεί, καθώς εξέλιπε μέχρι και ο στοιχειώδης σεβασμός στο πρόσωπο του Σουλτάνου. Το πρόβλημα της απειθαρχίας των γενιτσάρων έλυσε δια παντός ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’ το 1826, όταν διέταξε τους πιστούς σπαχήδες του να τους σφαγιάσουν στους κοιτώνες τους. Τους δύο αιώνες που εφαρμόστηκε συστηματικά το devshirmeh (15ος – 17ος αι.) υπολογίζεται ότι 200.000 με 300.000 αγόρια αρπάχτηκαν από τις οικογένειές τους για να υπηρετήσουν το Σουλτάνο. Η βενετσιάνικη οικογένεια Bertelli ασχολούνταν με τη χαρακτική, την τυπογραφία, τις εκδόσεις και πωλήσεις και δρατηριοποιούνταν, εκτός από τη γενέτειρά της, στη Ρώμη και την Πάντοβα. Τα σημαντικότερα μέλη της οικογένειας θεωρούνταν τα αδέλφια Luca, Orazio και Ferdinando (ή Ferrando ή Ferrante). Ο τελευταίος μάλιστα, ηγούνταν της οικογενειακής επιχείρησης ως το 1580 περίπου. Είναι γνωστός για την έκδοση μεγάλου αριθμού χαρτών (γύρω στους 191 έχουν υπολογιστεί οι εγχάρακτοι χάρτες και οι απόψεις πόλεων που εξέδωσε ο οίκος από το 1545 ως το 1571), καθώς και του τόμου "Omnium fere gentium nostrae aetatis habitus", το οποίο περιέχει ζωγραφικές απεικονίσεις ενδυμασιών των λαών που κατοικούσαν στην οθωμανική αυτοκρατορία. Ο όρος λακές αναφέρεται σε ένστολους υπηρέτες, συνήθως με λιβρέα στα χρώματα του αφέντη τους. Κατά μία ερμηνεία η γαλλική λέξη laquais προέρχεται από την τουρκική ulak που σημαίνει αγγγελιαφόρος.

ObjectId: 

1085