--> Gennadius Scrapbooks

Ιματιογραφία. Α΄ Γενικά - Εισαγωγικά

Title: 

un Agiamoglam. Holuagi ou confiturier du Serrail. Hosaki ou officier que le Grand Seigneur employ pou porter les ordres.

Publication/Bibliography: 

Histoire de l'etat present de l'empire Ottoman: contenant les maximes politiques des Turcs; les principaux points de la religion Mahometane, ses sectes, ses héresies, & ses diverses sortes de religieux; leur discipline militaire, avec une supputation exacte de leurs forces par mer & par terre, & du revenu de l' Etat. Traduite de l'Anglois de Monsieur Ricaut, Escuyer, Secretaire de Monsieur le Compte de Winchelsey Ambassadeur extraordinaire du Roy de la Grand' Bretagne Charles II. vers Sultan Mahomet Han quatriéme du nom, qui regne à present; Par Monsieur Briot. A Amsterdam, chez Abraham Wolfgank. MDC LXX.

Description: 

Μέλη της οθωμανικής αυλής. Από αριστερά: "agiamoglan", μαθητευόμενος γενίτσαρος, "holuagi", ζαχαροπλάστης και "hosaki", αγγελιαφόρος των διαταγών του Σουλτάνου. Στο φόντο το σεράι.

Subject: 

ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ|ΤΟΥΡΚΟΙ|ΔΙΟΙΚΗΣΗ|ΔΟΥΛΟΙ|ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ|ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΕΝΔΥΜΑΣΙΕΣ

Date: 

1670

Datecoveragefrom: 

Datecoverageto: 

Country: 

Οθωμανική Αυτοκρατορία

OLCity: 

OLSite: 

Monument: 

OLArea: 

Scrapbook: 

58

Volume: 

1

Spread: 

s060

Author: 

Briot

Engraver: 

Sébastien Le Clerc

Publisher: 

Abraham Wolfgank

Type: 

Book clipping

Notes: 

Ο πολιτικός, διπλωμάτης και συγγραφέας Sir Paul Rycaut (1629-1700) ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του το 1661 από τη θέση του Γραμματέα του Βρετανού πρσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Heneage Finch, τρίτου Κόμητα του Winchelsea, για να αναλάβει έξι χρόνια αργότερα επικεφαλής του προξενείου στη Σμύρνη, λιμάνι σημαντικό για τα βρετανικά εμπορικά συμφέροντα. Κατά τη διάρκεια της εντεκαετούς θητείας του εξελίχθηκε σε μία από τις ισχυρότερες προσωπικότητες της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και της γενέτειράς του, ενώ επιδόθηκε και στη συγγραφή. Δεδομένης της αγάπης των συγχρόνων του για την ταξιδιωτική/περιηγητική λογοτεχνία, το αναγνωστικό κοινό υποδέχθηκε με ενθουσιασμό το κλασικό, πλέον, έργο "The Present State of the Ottoman Empire" (1666-67). Και σε αυτό, όπως και στο "The History of the Turkish Empire (1623 – 1677)", ο Rycaut καταγράφει με γλαφυρότητα ιστορικά γεγονότα, πληροφορίες και στοιχεία για την πολιτική, κοινωνική και πνευματική ζωή της εξωτικής Ανατολής. Το βιβλίο γνώρισε επανεκδόσεις στη Μεγάλη Βρετανία και μεταφράστηκε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Την πρώτη γαλλική έκδοση (1670) μετέφρασε από τα αγγλικά στα γαλλικά ο Pierre Briot. Το έργο του Rycaut έχει διχάσει τους μελετητές. Μερικοί θεωρούν πως είναι επιφανειακό και ακολουθεί το συρμό της εποχής σχετικά με την έκδοση απομνημονευμάτων ή/και περιηγητικών τόμων, ενώ άλλοι διακρίνουν ότι διαμέσου της κριτικής που γίνεται στην οθωμανική, διατυπώνται έμμεσες κατηγορίες εναντίον του τρόπου λειτουργίας της ίδιας της βρετανικής αυτοκρατορίας. Τα επίλεκτα γενιτσαρικά τάγματα (γενίτσαρος στα τουρκικά σημαίνει “νέος στρατιώτης”) στελεχώνονταν από αγόρια χριστιανικών οικογενειών 8 – 20 ετών που επιλέγονταν με προσοχή από την οθωμανική διοίκηση για τα φυσικά ή πνευματικά τους προσόντα. Αποκλείονταν μοναχοπαίδια ή παιδιά αρματολών, παντρεμένοι, κάτοικοι πόλεων ή προνομιακών κοινοτήτων. Ο “φόρος του αίματος” όπως έχει ονομαστεί η σκληρή αυτή πρακτική των Οθωμανών, άρχισε να εφαρμόζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα (συνήθως κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια), κυρίως από το 14ο αιώνα υπό την ηγεσία του Μουράτ Α’ (1360-1389), για να συστηματοποιηθεί πλήρως το 16ο αιώνα από τους Σουλτάνους Σελίμ Α' (1512-1520) και Σουλεϊμάν Α' (1520-1566). Τις συνέπειες το μέτρου υφίσταντο αρχικά οι βαλκανικοί λαοί (Αλβανοί, Βόσνιοι, Βούλγαροι, Έλληνες, Κροάτες και Σέρβοι), ενώ από το 17ο αιώνα το παιδομάζωμα (devshirmeh, σημαίνει “συγκέντρωση”, “μάζεμα” στα τουρκικά) επεκτάθηκε και στην Ουκρανία και τη νότιο Ρωσία. Τα αγόρια αφού συγκετρώνονταν στέλνονταν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ανάλογα με τις δυνατότητες τους είτε παρέμεναν υπό περιορισμό στα παλάτια της πόλης για να εκπαιδευθούν στη διοίκηση (ιτς – ογλάν) είτε έμεναν μαζί με αγροτικές τουρκικές οικογένειες για να μάθουν τη γλώσσα και τις τουρκικές συνήθειες, ώσπου να φτάσουν την απαραίτητη ηλικία και να μπουν στο στράτευμα (ατζέμ – ογλάν). Από την πρώτη κατηγορία προέρχονταν οι σημαντικότεροι αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας – με κορυφαίο το Μεγάλο Βεζίρη, ενώ από τη δεύτερη οι καλύτεροι πολεμιστές. Στόχος του μέτρου αυτού ήταν η δημιουργία ισχυρού στρατού και ικανής διοίκησης, αμφότερων βασισμένων στην αξιοκρατία και την προσωπική ικανότητα, μακριά από νεποτισμούς, οικογενειοκρατίες και δυναστικές έριδες. Παρόμοια μοντέλα δημιουργίας αφοσιωμένου στρατού σκλάβων είχαν υιοθετηθεί και στο παρελθόν, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό των Μαμελούκων Τούρκων που από σκλάβοι του Χαλίφη έφτασαν να διοικούν την Αίγυπτο παραγκωνίζοντάς τον. Το σημαντικότερο προσόν των γενιτσαρικών ταγμάτων είναι ότι εκπαιδεύονταν μακριά από τις οικογένειές τους και με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι απόλυτα αφοσιωμένοι στον αφέντη τους, το Σουλτάνο. Ήταν προσωπικοί υπηρέτες του, του όφειλαν τυφλή υπακοή κι εκείνος είχε πάνω τους εξουσία ζωής και θανάτου. Για να εξασφαλιστεί η επιτυχία του συστήματος, ακόμη κι αν δεν ασπάζονταν οι ίδιοι οι γενίτσαροι τον ισμλαμισμό (που ήταν, πάντως, το συνηθέστερο), τα παιδιά τους θεωρούνταν μουσουλμάνοι με αποτέλεσμα να αποκλείονται από το devshirmeh και τις ευκαρίες που αυτό πρόσφερε για σταδιοδρομία στο στρατό ή τη διοίκηση. Ο θεσμός άρχισε να φθίνει όταν άνοιξε ο δρόμος για τα γενιτσαρικά τάγματα στους ελεύθερους μουσουλμάνους με δωροδοκίες, με αποτέλεσμα το 17ο αιώνα το δικαίωμα εισδοχής είχε γίνει πια κληρονομικό – καταστρατηγώντας ουσιαστικά τον ίδιο το λόγο ύπαρξης του θεσμού, την αξιοκρατική ανάρρηση στην εξουσία. Μέχρι το 19ο αιώνα ο θεσμός είχε πλέον εκφυλιστεί, καθώς εξέλιπε μέχρι και ο στοιχειώδης σεβασμός στο πρόσωπο του Σουλτάνου. Το πρόβλημα της απειθαρχίας των γενιτσάρων έλυσε δια παντός ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’ το 1826, όταν διέταξε τους πιστούς σπαχήδες του να τους σφαγιάσουν στους κοιτώνες τους. Τους δύο αιώνες που εφαρμόστηκε συστηματικά το devshirmeh (15ος – 17ος αι.) υπολογίζεται ότι 200.000 με 300.000 αγόρια αρπάχτηκαν από τις οικογένειές τους για να υπηρετήσουν το Σουλτάνο.

ObjectId: 

1246