--> Gennadius Scrapbooks

Ιματιογραφία. Α΄ Γενικά - Εισαγωγικά

Title: 

"Selictar Aga", "L' ibrie-dar Aga", "Solak", "Peik ou valet de pied".

Publication/Bibliography: 

Description: 

Αξιωματούχοι της οθωμανικής αυλής. Από αριστερά: "Selictar Aga", επιφορτισμένος με το έργο της φύλαξης και μεταφοράς του σουλτανικού ξίφους, "L' ibrie-dar Aga", υπεύθυνος της υγιεινής του Σουλτάνου, "Solak", επικεφαλής των τοξοτών γενιτσάρων οπλισμένος με τόξο και φαρέτρα, "Peik ou valet de pied", μέλος της προσωπικής φρουράς του Σουλτάνου, οπλισμένος με τσεκούρι και ξίφος περασμένο στη ζώνη. Χαρακτηριστικό και των δύο γενιτσάρων (Solak & Peik) τα εντυπωσιακά καλύμματα κεφαλής διακοσμημένα με φτερά.

Subject: 

ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ|ΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ|ΤΟΥΡΚΟΙ|ΔΙΟΙΚΗΣΗ|ΔΟΥΛΟΙ|ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ|ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΕΝΔΥΜΑΣΙΕΣ

Date: 

Datecoveragefrom: 

Datecoverageto: 

Country: 

Οθωμανική Αυτοκρατορία

OLCity: 

OLSite: 

Monument: 

OLArea: 

Scrapbook: 

58

Volume: 

1

Spread: 

s067

Author: 

Engraver: 

François Morellon de la Cave

Publisher: 

Type: 

Book page

Notes: 

Πρόκειται, πιθανότατα, για επανέκδοση των χαρακτικών που πρωτοδημοσιεύτηκαν στο έργο του διπλωμάτη και συγγραφέα Paul Rycaut "The Present State of the Ottoman Empire" (1667). Αρχικός καλλιτέχνης ήταν ο Sébastien de Clerc. Στα χαρακτικά αυτά υπογάφει ο François Morellon la Cave. O François Morellon de La Cave ήταν ζωγράφος και χαράκτης του 18ου αιώνα. Γεννήθηκε στο Άμστερνταμ και ήταν μαθητής του Bernard Picart (1763 - 1733). Οι προσωπικοί ακόλουθοι του Σουλτάνου προέρχονταν κυρίως από τα γενιτσαρικά σώματα. Οι γενίτσαροι ήταν προσωπικοί δούλοι του Οθωμανού ηγέτη και αν έδειχναν ικανότητες στη διοίκηση από μικρή ηλικία προωθούνταν σε σημαντικές θέσεις στην κρατική μηχανή. Το ανώτατο αξίωμα που μπορούσαν να αναλάβουν ήταν αυτό του Μεγάλου Βεζίρη. Τα επίλεκτα γενιτσαρικά τάγματα (γενίτσαρος στα τουρκικά σημαίνει “νέος στρατιώτης”) στελεχώνονταν από αγόρια χριστιανικών οικογενειών 8 – 20 ετών που επιλέγονταν με προσοχή από την οθωμανική διοίκηση για τα φυσικά ή πνευματικά τους προσόντα. Αποκλείονταν μοναχοπαίδια ή παιδιά αρματολών, παντρεμένοι, κάτοικοι πόλεων ή προνομιακών κοινοτήτων. Ο “φόρος του αίματος” όπως έχει ονομαστεί η σκληρή αυτή πρακτική των Οθωμανών, άρχισε να εφαρμόζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα (συνήθως κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια), κυρίως από το 14ο αιώνα υπό την ηγεσία του Μουράτ Α’ (1360-1389), για να συστηματοποιηθεί πλήρως το 16ο αιώνα από τους Σουλτάνους Σελίμ Α' (1512-1520) και Σουλεϊμάν Α' (1520-1566). Τις συνέπειες του μέτρου υφίσταντο αρχικά οι βαλκανικοί λαοί (Αλβανοί, Βόσνιοι, Βούλγαροι, Έλληνες, Κροάτες και Σέρβοι), ενώ από το 17ο αιώνα το παιδομάζωμα (devshirmeh, σημαίνει “συγκέντρωση”, “μάζεμα” στα τουρκικά) επεκτάθηκε και στην Ουκρανία και τη νότιο Ρωσία. Τα αγόρια αφού συγκεντρώνονταν στέλνονταν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ανάλογα με τις δυνατότητες τους είτε παρέμεναν υπό περιορισμό στα παλάτια της πόλης για να εκπαιδευθούν στη διοίκηση (ιτς – ογλάν) είτε έμεναν μαζί με αγροτικές τουρκικές οικογένειες για να μάθουν τη γλώσσα και τις τουρκικές συνήθειες, ώσπου να φτάσουν την απαραίτητη ηλικία και να μπουν στο στράτευμα (ατζέμ – ογλάν). Από την πρώτη κατηγορία προέρχονταν οι σημαντικότεροι αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας – με κορυφαίο το Μεγάλο Βεζίρη, ενώ από τη δεύτερη οι καλύτεροι πολεμιστές. Στόχος του μέτρου αυτού ήταν η δημιουργία ισχυρού στρατού και ικανής διοίκησης, αμφότερων βασισμένων στην αξιοκρατία και την προσωπική ικανότητα, μακριά από νεποτισμούς, οικογενειοκρατίες και δυναστικές έριδες. Παρόμοια μοντέλα δημιουργίας αφοσιωμένου στρατού σκλάβων είχαν υιοθετηθεί και στο παρελθόν, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό των Μαμελούκων Τούρκων που από σκλάβοι του Χαλίφη έφτασαν να διοικούν την Αίγυπτο παραγκωνίζοντάς τον. Το σημαντικότερο προσόν των γενιτσαρικών ταγμάτων ήταν ότι εκπαιδεύονταν μακριά από τις οικογένειές τους και με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι απόλυτα αφοσιωμένοι στον αφέντη τους, το Σουλτάνο. Ήταν προσωπικοί υπηρέτες του, του όφειλαν τυφλή υπακοή κι εκείνος είχε πάνω τους εξουσία ζωής και θανάτου. Για να εξασφαλιστεί η επιτυχία του συστήματος, ακόμη κι αν δεν ασπάζονταν οι ίδιοι οι γενίτσαροι τον ισμλαμισμό (που ήταν, πάντως, το συνηθέστερο), τα παιδιά τους θεωρούνταν μουσουλμάνοι με αποτέλεσμα να αποκλείονται από το devshirmeh και τις ευκαρίες που αυτό πρόσφερε για σταδιοδρομία στο στρατό ή τη διοίκηση. Ο θεσμός άρχισε να φθίνει όταν άνοιξε ο δρόμος για τα γενιτσαρικά τάγματα στους ελεύθερους μουσουλμάνους με δωροδοκίες, με αποτέλεσμα το 17ο αιώνα το δικαίωμα εισδοχής να είχε γίνει πια κληρονομικό – καταστρατηγώντας ουσιαστικά τον ίδιο το λόγο ύπαρξης του θεσμού, την αξιοκρατική ανάρρηση στην εξουσία. Μέχρι το 19ο αιώνα ο θεσμός είχε πλέον εκφυλιστεί, καθώς εξέλιπε μέχρι και ο στοιχειώδης σεβασμός στο πρόσωπο του Σουλτάνου. Το πρόβλημα της απειθαρχίας των γενιτσάρων έλυσε δια παντός ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’ το 1826, όταν διέταξε τους πιστούς σπαχήδες του να τους σφαγιάσουν στους κοιτώνες τους. Τους δύο αιώνες που εφαρμόστηκε συστηματικά το devshirmeh (15ος – 17ος αι.) υπολογίζεται ότι 200.000 με 300.000 αγόρια αρπάχτηκαν από τις οικογένειές τους για να υπηρετήσουν το Σουλτάνο.

ObjectId: 

1856