--> Gennadius Scrapbooks

Ιματιογραφία. Α΄ Γενικά - Εισαγωγικά

Title: 

Portraits du Grand Seigneur & des principaux officiers de l' Empire Ottoman

Publication/Bibliography: 

Description: 

Ο Σουλτάνος και οι κορυφαίοι αξιωματούχοι της οθωμανικής αυτοκρατορίας (Μεγάλος Βεζίρης, Αρχηγός των Γενιτσάρων, Καπουδάν Πασάς) λαμπρά ενδεδυμένοι. Ο Σουλτάνος απεικονίζεται με τελετουργική περιβολή για τον εορτασμό του Μπαϊράμ και συνοδευόμενος από κατώτερους αξιωματούχους, όπως τον επικεφαλής των σταύλων ή το φύλακα του βασιλικού ξίφους (Selictar aga). Κάθε πρόσωπο συνοδεύει κείμενο στη γαλλική γλώσσα, το οποίο αναφέρεται στη φύση και τις υποχρεώσεις κάθε αξιώματος.

Subject: 

ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ|ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΚΟΙ/ΒΑΣΙΛΙΚΟΙ ΟΙΚΟΙ|ΕΜΠΟΡΟΙ/ΕΜΠΟΡΙΟ|ΤΟΥΡΚΟΙ|ΔΙΟΙΚΗΣΗ|ΔΟΥΛΟΙ|ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ|ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΕΝΔΥΜΑΣΙΕΣ

Date: 

Datecoveragefrom: 

Datecoverageto: 

Country: 

Οθωμανική Αυτοκρατορία

OLCity: 

OLSite: 

Monument: 

OLArea: 

Scrapbook: 

58

Volume: 

1

Spread: 

s070

Author: 

Engraver: 

Publisher: 

Type: 

Book page

Notes: 

Ο μουσουλμανικός τίτλος “Σουλτάνος” προέρχεται από την αραβική λέξη “σουλτανάτ” που σημαίνει εξουσία, κράτος, δύναμη. Στην αρχή αποδιδόταν μόνο τιμητικά σε Άραβες ή Αφρικανούς μουσουλμάνους ηγεμόνες, ενώ από από το 15ο αιώνα άρχισε να χρησιμοποιείται ως ηγεμονικός τίτλος από τους επικεφαλής της δυναστείας των Οσμανληδών. Τη δυναστεία ίδρυσε ο Οσμάν Α’ (1281), το πρώτο μέλος της που αυτοαναγορεύτηκε Σουλτάνος ήταν ο Μουράτ Α’ (1388), αν και πρώτος Σουλτάνος (με την έννοια του ηγεμόνα) θεωρείται ο Μωάμεθ Α’ (1388 – 1421). Ο Σελήμ Α’ το 1517 πρόσθεσε στον τίτλο του και αυτόν του Χαλίφη, όταν νίκησε τους Μαμελούκους της Αιγύπτου και της Συρίας και κατέλυσε το χαλιφάτο του Καΐρου. Ο Οίκος του Οσμάν θεωρείται από τις μακροβιότερες βασιλικές δυναστείες, με τελευταίο εκπρόσωπό της τον Αμπντούλ Μετζίτ Β΄ (1923). Οι προσωπικοί ακόλουθοι του Σουλτάνου προέρχονταν κυρίως από τα γενιτσαρικά σώματα. Οι γενίτσαροι ήταν προσωπικοί δούλοι του Οθωμανού ηγέτη και αν έδειχναν ικανότητες στη διοίκηση από μικρή ηλικία προωθούνταν σε σημαντικές θέσεις στην κρατική μηχανή. Το ανώτατο αξίωμα που μπορούσαν να αναλάβουν ήταν αυτό του Μεγάλου Βεζίρη. Ο Μεγάλος Βεζίρης ήταν πολιτικά ο ισχυρότερος άνθρωπος στην οθωμανική αυτοκρατορία μετά το Σουλτάνο. Με αρμοδιότητες αντίστοιχες ενός σύγχρονου πρωθυπουργού, ηγούνταν των διοικητικών υπηρεσιών, του στρατού (εκτός των γενιτσαρικών ταγμάτων) και του αυτοκρατορικού συμβουλίου, ενώ έφερε και τη σουλτανική σφραγίδα – απόδειξη του ότι λειτουργούσε ως πληρεξούσιος του Σουλτάνου. Μαζί με τους επικεφαλής των λευκών και μαύρων ευνούχων και τη Bαλιδέ Σουλτάνα ήταν από τα ελάχιστα πρόσωπα με το δικαίωμα να συνομιλούν απευθείας με τον τοποτηρητή του Μωάμεθ επί γης. Οι περισσότεροι Μεγάλοι Βεζίρηδες προέρχονταν από το παιδομάζωμα, στο οποίο επιλέγονταν όχι μόνο δυνάμει ικανοί πολεμιστές, αλλά και διοικητικοί αξιωματούχοι. Η λέξη “βεζίρης” προέρχεται από την περσική vizier. Τα επίλεκτα γενιτσαρικά τάγματα (γενίτσαρος στα τουρκικά σημαίνει “νέος στρατιώτης”) στελεχώνονταν από αγόρια χριστιανικών οικογενειών 8 – 20 ετών που επιλέγονταν με προσοχή από την οθωμανική διοίκηση για τα φυσικά ή πνευματικά τους προσόντα. Αποκλείονταν μοναχοπαίδια ή παιδιά αρματολών, παντρεμένοι, κάτοικοι πόλεων ή προνομιακών κοινοτήτων. Ο “φόρος του αίματος” όπως έχει ονομαστεί η σκληρή αυτή πρακτική των Οθωμανών, άρχισε να εφαρμόζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα (συνήθως κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια), κυρίως από το 14ο αιώνα υπό την ηγεσία του Μουράτ Α’ (1360-1389), για να συστηματοποιηθεί πλήρως το 16ο αιώνα από τους Σουλτάνους Σελίμ Α' (1512-1520) και Σουλεϊμάν Α' (1520-1566). Τις συνέπειες του μέτρου υφίσταντο αρχικά οι βαλκανικοί λαοί (Αλβανοί, Βόσνιοι, Βούλγαροι, Έλληνες, Κροάτες και Σέρβοι), ενώ από το 17ο αιώνα το παιδομάζωμα (devshirmeh, σημαίνει “συγκέντρωση”, “μάζεμα” στα τουρκικά) επεκτάθηκε και στην Ουκρανία και τη νότιο Ρωσία. Τα αγόρια αφού συγκεντρώνονταν στέλνονταν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ανάλογα με τις δυνατότητες τους είτε παρέμεναν υπό περιορισμό στα παλάτια της πόλης για να εκπαιδευθούν στη διοίκηση (ιτς – ογλάν) είτε έμεναν μαζί με αγροτικές τουρκικές οικογένειες για να μάθουν τη γλώσσα και τις τουρκικές συνήθειες, ώσπου να φτάσουν την απαραίτητη ηλικία και να μπουν στο στράτευμα (ατζέμ – ογλάν). Από την πρώτη κατηγορία προέρχονταν οι σημαντικότεροι αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας – με κορυφαίο το Μεγάλο Βεζίρη, ενώ από τη δεύτερη οι καλύτεροι πολεμιστές. Στόχος του μέτρου αυτού ήταν η δημιουργία ισχυρού στρατού και ικανής διοίκησης, αμφότερων βασισμένων στην αξιοκρατία και την προσωπική ικανότητα, μακριά από νεποτισμούς, οικογενειοκρατίες και δυναστικές έριδες. Παρόμοια μοντέλα δημιουργίας αφοσιωμένου στρατού σκλάβων είχαν υιοθετηθεί και στο παρελθόν, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό των Μαμελούκων Τούρκων που από σκλάβοι του Χαλίφη έφτασαν να διοικούν την Αίγυπτο παραγκωνίζοντάς τον. Το σημαντικότερο προσόν των γενιτσαρικών ταγμάτων ήταν ότι εκπαιδεύονταν μακριά από τις οικογένειές τους και με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι απόλυτα αφοσιωμένοι στον αφέντη τους, το Σουλτάνο. Ήταν προσωπικοί υπηρέτες του, του όφειλαν τυφλή υπακοή κι εκείνος είχε πάνω τους εξουσία ζωής και θανάτου. Για να εξασφαλιστεί η επιτυχία του συστήματος, ακόμη κι αν δεν ασπάζονταν οι ίδιοι οι γενίτσαροι τον ισμλαμισμό (που ήταν, πάντως, το συνηθέστερο), τα παιδιά τους θεωρούνταν μουσουλμάνοι με αποτέλεσμα να αποκλείονται από το devshirmeh και τις ευκαρίες που αυτό πρόσφερε για σταδιοδρομία στο στρατό ή τη διοίκηση. Ο θεσμός άρχισε να φθίνει όταν άνοιξε ο δρόμος για τα γενιτσαρικά τάγματα στους ελεύθερους μουσουλμάνους με δωροδοκίες, με αποτέλεσμα το 17ο αιώνα το δικαίωμα εισδοχής να είχε γίνει πια κληρονομικό – καταστρατηγώντας ουσιαστικά τον ίδιο το λόγο ύπαρξης του θεσμού, την αξιοκρατική ανάρρηση στην εξουσία. Μέχρι το 19ο αιώνα ο θεσμός είχε πλέον εκφυλιστεί, καθώς εξέλιπε μέχρι και ο στοιχειώδης σεβασμός στο πρόσωπο του Σουλτάνου. Το πρόβλημα της απειθαρχίας των γενιτσάρων έλυσε δια παντός ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’ το 1826, όταν διέταξε τους πιστούς σπαχήδες του να τους σφαγιάσουν στους κοιτώνες τους. Τους δύο αιώνες που εφαρμόστηκε συστηματικά το devshirmeh (15ος – 17ος αι.) υπολογίζεται ότι 200.000 με 300.000 αγόρια αρπάχτηκαν από τις οικογένειές τους για να υπηρετήσουν το Σουλτάνο. Το αξίωμα του Καπουδάν Πασά ήταν στρατιωτικό και αφορούσε στη συνολική διοίκηση και διαχείριση του οθωμανικού στόλου.

ObjectId: 

1860