Ibrahim Pacha. Conqueror of Syria.
Ο θετός γιος του αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μωχάμετ Αλή, Ιμπραήμ Πασάς, με εντυπωσιακό κάλυμμα κεφαλής (τουρμπάνι).
ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ|ΤΟΥΡΚΟΙ|ΔΙΟΙΚΗΣΗ|ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ|ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (1821)|ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ|ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ/ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ
Οθωμανική Αυτοκρατορία
26
2
s018
Gauci
Graf & Soret
R. Ackermann
Book clipping
"Published at R. Ackermann Junrs. Eclipse Sporting Gallery 191, Regent St" Ο Αντιβασιλέας της Αιγύπτου και στρατηγός Ιμπραήμ Πασάς (1789-1848) ήταν γεννημένος στην Καβάλα θετός γιος του Μωχάμετ Αλή. Από μικρή ηλικία διακρίθηκε για τις στρατιωτικές και διοικητικές του ικανότητες. Σε ηλικία δέκα ετών ακολούθησε τον πατέρα του στο οθωμανικό εκστρατευτικό σώμα που έστειλε ο Σουλτάνος εναντίον των Γάλλων στην Αίγυπτο, ενώ εννέα χρόνια αργότερα υπέταξε τις άγριες νομαδικές αραβικές φυλές που λυμαίνονταν το εσωτερικό της Αιγύπτου. Η μεγαλύτερη επιτυχία του, για την οποία ο Σουλτάνος του απένειμε τον τίτλο του Πασά της Μέκκας και του Βεζίρη με τρεις ιππουρίδες, ήρθε το 1818, όταν επικράτησε επί της ισχυρής φυλής των Βλαχαβιτών αλώνοντας την πρωτεύουσά τους Ντεραγιέ και να αιχμαλωτίζοντας τον αρχηγό τους Αμπντουλάχ. Έκτοτε, εγκαταστάθηκε στο Κάιρο επιδιδόμενος στην αναδιοργάνωση του στρατού και στόλου του. Για το σκοπό αυτό κάλεσε Γάλλους αξιωματικούς του πεζικού και του πυροβολικού, βετεράνους των ναπολεόντιων πολέμων. Ο νέος στρατός χρειάστηκε, όταν ο Σουλτάνος το 1824 ανέθεσε στο φόρου υποτελή του Μωχάμετ Αλή να καταπνίξει την Ελληνική Επανάσταση. Την εκστρατεία ανέλαβε προσωπικά ο Ιμπραήμ με αντάλλαγμα την Κρήτη, την Κύπρο και τη διοίκηση της Πελοποννήσου, επικεφαλής πολυάριθμης στρατιάς αποτελούμενης από 100 πολεμικά πλοία, 2.500 κανόνια, 300 μεταγωγικά, 30.000 πεζούς, 10 πυροβολαρχίες, 2.000 ιππείς, ένα σύνταγμα μηχανικού και 1.500 άτακτους Άλβανούς. Διοικητές των μονάδων ήταν στην πλειοψηφία τους Γάλλοι, όπως επίσης οι πυροβολάρχες και οι σκοπευτές των πυροβόλων. Στις 7 Ιουλίου 1824 αναχώρησε από το Κάιρο αυτή η άρτια εκπαιδευμένη, εφοδιασμένη και εξοπλισμένη πολεμική δύναμη. Την ίδια περίοδο η Ελληνική Επανάσταση μαστιζόταν από τις εμφύλιες διαμάχες μεταξύ Ρουμελιωτών και Στερεοελλαδιτών και, επιπλέον, λόγω οικονομικής στενότητας και κακοδιαχείρισης το αξιόλογο ναυτικό της Επανάστασης είχε παραμεληθεί. Στο άκουσμα της είδησης για την εκστρατεία του Ιμπραήμ ο στόλος κινητοποιήθηκε και, υπό τις οδηγίες του Μιούλη, δόθηκαν δύο ναυμαχίες μεταξύ Κω και Αλικαρνασσού στις 24 και 29 Αυγούστου 1824. Και οι δύο αντίπαλοι υπέστησαν φθορές και απώλειες, αλλά ο Ιμπραήμ κατόρθωσε να φθάσει στη Σούδα αρχικά και τη Ρόδο στη συνέχεια, από όπου παρέλαβε άλλους 5.000 άνδρες, εφόδια και πυρομαχικά, για να επιστρέψει στη συνέχεια στην Κρήτη και να συνεχίσει την προετοιμασία της εκστρατείας του για το Μωριά. Με 50 πολεμικά και πολλά φορτηγά, ξεκίνησε, στο τέλος Ιανουαρίου 1825, από τη Σούδα και στις 12 Φεβρουαρίου έφθασε στη Μεθώνη με 4.000 πεζούς και 600 ιππείς και κατασκήνωσε στον κάμπο. Έφυγε και επέστρεψε σε λιγότερο από ένα μήνα με άλλους 7.000 πεζούς και 400 ιππείς και άρχισε να σπέρνει τον πανικό και την καταστροφή στην Πελοπόννησο. Σε μικρό χρονικό διάστημα κατέλαβε τα φρούρια της Μεθώνης, του Νεοκάστρου, του Ναβαρίνου και της Σφακτηρίας, αλλά παρόλες τις επιτυχίες του στο πεδίο της μάχης αντιλαμβανόταν τη δυσκολία να υποτάξει ολόκληρο το γεωγραφικό διαμέρισμα. Για το λόγο αυτό προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να πάρει με το μέρος του τους κατοίκους με υποσχέσεις και εγγυήσεις. Σύντομα, όμως, επέστρεψε στην επιθετική τακτική και στις εκστρατευτικές προσπάθειες ξεκινώντας με τη Μεσσηνία. Αντιμετώπισε τον Παπαφλέσσα με 1.600 άνδρες στο Μανιάκι, αλλά πέρασε τελικά στην Καλαμάτα. Η γενναιότητα 3.000 που πολέμησαν εναντίον του στον Αλμυρό, όμως, δεν του επέτρεψε να καταλάβει και τη Μάνη. Επέστρεψε, λοιπόν, στην Καλαμάτα και έπειτα προχώρησε προς την Τρίπολη, η οποία είχε εκκενωθεί. Μπήκε στην πόλη στις 9 Ιουνίου 1825 και τέσσερις ημέρες αργότερα κυρίευσε το Άργος φθάνοντας μία ανάσα από την έδρα της ελληνικής κυβέρνησης στο Ναύπλιο. Το τέλος της χρονιάς τον βρήκε κυρίαρχο σε όλην την Πελοπόννησο (πλην της Μάνης και του Ναυπλίου) και στις 14 Δεκεμβρίου κατευθύνθηκε προς το Μεσολόγγι για να ενισχύσει στην (δεύτερη) ποιλιορκία της πόλης τον Μεχμέτ - Ρεσίτ Πασά (Κιουταχή). Την επόμενη χρονιά και μετά την πτώση του Μεσολογγίου αποφάσισε να ξαναπροσπαθήσει να καταλάβει τη Μάνη, αλλά χωρίς επιτυχία. Η Επανάσταση βρισκόταν στην κρισιμότερή της καμπή. Οι Έλληνες ήταν απογοητευμένοι μετά την πτώση του Μεσολογγίου και της ακρόπολης των Αθηνών. Η χώρα είχε ερημώσει, οι στρατιωτικές της δυνάμεις είχαν αποδεκατιστεί, τα χρήματα από το αγγλικό δάνειο είχαν κατασπαταληθεί, κορυφαίοι πολιτικοί και στρατιωτικοί τελούσαν υπό κράτηση, ενώ ο Ιμπραήμ ετοιμαζόταν να επιτεθεί στην Ύδρα και να πολιορκήσει το Ναύπλιο. Τον πρόλαβαν όμως τα πολιτικά γεγονότα. Η καταστροφή του στόλου του στο Ναβαρίνο και η συνθήκη που υπέγραψε ο πατέρας του στην Αλεξάνδρεια τον υποχρέωσαν να φύγει από την Ελλάδα με τα υπολείμματα του στόλου του το 1828. Με την επιστροφή του στην Αίγυπτο οργάνωσε νέα εκστρατεία εναντίον της Συρίας, την οποία και κατέλαβε στις 20 Δεκεμβρίου 1832 νικώντας το Μεγάλο Βεζίρη Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά, συμπολεμιστή του στο Μεσολόγγι έξι χρόνια νωρίτερα. Ο Σουλτάνος αναγκάστηκε να παραχωρήσει στον Ιμπραήμ το πασαλίκι των Αδάνων και στον πατέρα του ολόκληρη τη Συρία, αλλά και πάλι ο στρατηγός δεν ησύχασε. Το 1839 κήρυξε νέο πόλεμο εναντίον του Σουλτάνου και αφού κατατρόπωσε στη Νεζίβ 60.000 στρατό, βάδισε κατά της Κωνσταντινούπολης. Εμπόδιο στα σχέδιά του στάθηκαν, για δεύτερη φορά, οι Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης. Όπως και στο Ναβαρίνο 12 χρόνια νωρίτερα παρατάχθηκαν εναντίον του, αυτή τη φορά υπερασπιζόμενοι την ακεραιότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Ιμπραήμ όχι μόνο υποχρεώθηκε να υποχωρήσει, αλλά και να επιστρέψει στο Σουλτάνο τη Συρία και να αποσυρθεί στο Κάιρο, όπου κατέβαλλε προσπάθειες για τον εκσυγχρονισμό και την πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη της επικράτειάς του. Το αξίωμα του Πασά ήταν από τα σημαντικότερα στην οθωμανική διοικητική και στρατιωτική μηχανή, ανώτερο του Μπέη, αλλά κατώτερο του Μεγάλου Βεζίρη. Η καταγωγή της λέξης προέρχεται από την τουρκομανική "bash aga" που σήμαινε αρχηγός φυλής και την περσική "padeshah" που σήμαινε βασιλιάς και τη χρησιμοποιούσαν οι Σουλτάνοι ως επίσημο τίτλο τους. Ο Βρετανός λιθογράφος Maxim Gauci (1810-1846) είναι περισσότερο γνωστός για τη δουλειά του στο κλασικό έργο του Francis Bauer "Illustrations of Orchidaceous Plants by Francis Bauer" (1830-1838). Το αξίωμα του Πασά ήταν από τα σημαντικότερα στην οθωμανική διοικητική και στρατιωτική μηχανή, ανώτερο του Μπέη, αλλά κατώτερο του Μεγάλου Βεζίρη. Η καταγωγή της λέξης προέρχεται από την τουρκομανική “bash aga” που σήμαινε αρχηγός φυλής και την περσική “padeshah” που σήμαινε βασιλιάς και τη χρησιμοποιούσαν οι Σουλτάνοι ως επίσημο τίτλο τους. Ο εκδοτικός οίκος R. Ackermann ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1780 στο Λονδίνο από το Γερμανό Rudolph Ackermann, ο οποίος εισήγαγε την τεχνική της λιθογραφίας στη Βρετανία. Το μεγαλύτερο μέρος των εκδόσεών του αφορούσαν σε χαρακτικά έργα, εικονογραφημένα βιβλία, υδατογραφίες, απόψεις πόλεων, εσωτερική διακόσμηση και μόδα. Η εταιρεία, επίσης, κατασκεύαζε και πουλούσε ζωγραφικά υλικά.
2094