Νεόφυτος Δούκας.
Φωτογραφία της προτομής του εθνικού ευεργέτη Νεόφυτου Δούκα που συνοδεύεται από κείμενο που δίνει πληροφορίες σε σχέση με την προτομή. Κατασκευάστηκε κατόπιν εράνου με πρωτοβουλία Ηπειρωτών και στήθηκε στο Ζαγόρι.
ΚΛΗΡΟΣ, ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ|ΤΕΧΝΕΣ
26
4
s015
Μπονάνος
Book page
Ο Νεόφυτος Δούκας (1762-1845) ήταν κληρικός, λόγιος, εκπρόσωπος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και Διδάσκαλος του Γένους. Γεννήθηκε στο χωριό Άνω Σουδενά του Ζαγορίου (Ήπειρος) και σε ηλικία δώδεκα ετών εκάρη μοναχός, για να χειροτονηθεί ιερέας έξι χρόνια αργότερα από το Μητροπολίτη Ιωαννίνων Παΐσιο. Εξαιτίας οικονομικών δυσχερειών σπούδασε μεν για τέσσερα χρόνια σε σχολείο του Μετσόβου ως μαθητής του Δημητρίου Βαρδάκα, ήταν, όμως, αναγκασμένος να παραδίδει ταυτόχρονα κατ΄ οίκων μαθήματα και να προσπορίζεται ως ιερέας. Το 1886 εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι και άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στην Αυθεντική Σχολή της πόλης, όπου δίδασκαν οι περίφημοι δάσκαλοι Λάμπρος Φωτιάδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς. Παρέμεινε στο Βουκουρέστι δεκαεπτά συνολικά χρόνια αναλαμβάνοντας από το 1788 καθήκοντα εφημερίου στον ορθόδοξο ναό των Αγίων Αποστόλων και συνεχίζοντας τις σπουδές του. Το 1803 προσεκλήθη από την ελληνική παροικία της Βιέννη για να αναλάβει την καθοδήγησή τους ως ιερέας του ναού του Αγίου Γεωργίου. Στην πόλη αυτή συνδύασε το ιερατικό με το διδακτικό και το συγγραφικό έργο, ενώ επιχείρησε, ανεπιτυχώς, να συγκεντρώσει χρήματα και να αποσπάσει την άδεια των Αυστριακών αρχών για έκδοση ελληνικής εφημερίδας. Από το 1810 άρχισε να τον απασχολεί η ιδέα ίδρυσης Ανωτέρας Σχολής στη γενέτειρά του, προσπάθεια που απέτυχε, όμως, λόγω της αντιπαράθεσης του Αλή Πασά των Ιωαννίνων με τον Σουλτάνο. Έτσι, πέντε χρόνια αργότερα επιστρέφει στο Βουκουρέστι και αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Ελληνικού Γυμνασίου. Χάρη στην εμπνευσμένη διδασκαλία του των κλασσικών γραμμάτων, τα οποία ο ίδιος προέκρινε αντί των Φυσικών Επιστημών, παρατηρήθηκε κατακόρυφη αύξηση των μαθητών αλλά και έντονες διαφωνίες. Η αιτία της ρήξης ήταν το γλωσσικό ζήτημα. Ο ίδιος ο Δούκας ήταν αραχϊστής, πίστευε δηλαδή στην αυθεντία της αρχαίας ελληνικής διαλέκτου ως μόνης δύναμης ικανής να αναγεννήσει πνευματικά το έθνος. Η θέση του αυτή τον έφερε σε απευθείας αντιπαράθεση με τον μετριοπαθή Κοραή, του οποίου οπαδοί και ομοϊδεάτες βρίσκονταν αρκετοί στο Βουκουρέστι, μεταξύ αυτών πρόσωπα από το στενό περιβάλλον του τότε ηγεμόνα της Βλαχίας Ιωάννη Καραντζά, όπως ο ανιψιός του και Μέγας Ποστέλνικος (πρωθυπουργός) Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο λόγιος Βενιαμίν ο Λέσβιος. Ως αποτέλεσμα των αντιπαθειών που είχε δημιουργήσει, το 1817 δέχθηκε επίθεση με χτύπημα στο κεφάλι από μαθητή του. Μετά το περιστατικό αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του κατηγορώντας ως ηθικούς αυτουργούς της επίθεσης τους αντιπάλους του. Εκτός, όμως από την εμπλοκή του στη γλωσσική διαμάχη, ο Δούκας είχε να αντιμετωπίσει και την οργή των συντηρητικών εκκλησιαστικών κύκλων, εξαιτίας κειμένων του που ασκούσαν κριτική στον τρόπο λειτουργίας της εκκλησίας, απηχώντας την ορθολογιστική ιδεολογία του Γαλλικού Διαφωτισμού. Τα δύο μέτωπα που είχε ανοίξει κατέβαλλαν το Δούκα που μετά το 1817 περιόρισε αισθητά την εκδοτική του δράση. Εξάλλου, ενώ είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία από το 1819, δεν έλαβε ενεργό μέρος στην ελληνική επανάσταση αλλά αντίθετο διέφυγε στο Μπρασόβ και στο Βουκουρέστι. Στην Ελλάδα επέστρεψε μόλις το 1831 κατόπιν πρόσκλησης του Καποδιστρια να αναλάβει έφορος του ορφανοτροφείου Αιγίνης. Από τότε επανέρχεται δυναμικά στον εκδοτικό χώρο δημοσιεύοντας κυρίως αρχαίους συγγραφείς τους οποίους συχνά διένειμε δωρεάν σε σχολεία, βιβλιοθήκες και άπορους μαθητές. Προς το τέλος της ζωής του, παρότι σφοδρά απογοητευμένος για την απόσχιση της εκκλησίας της Ελλάδας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, συνέβαλλε από κοινού με το Γεωργιο Γεννάδιο Σχολάριο στην ίδρυση της Ριζαρείου Σχολής της οποίας διετέλεσε διευθυντής και όπου βρίσκεται ο τάφος του.
3145