Φίλιππος Ιωάννου
Ο καθηγητής Φιλοσοφίας Φίλιππος Ιωάννου.
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ|ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ|ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ
26
4
s018
Magazine clipping
Ο Φίλιππος Ιωάννου (1800-1880), ήταν καθηγητής της Φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Γεννήθηκε στη Ζαγορά του Πηλίου και το πραγματικό του όνομα ήταν Φίλιππος Ιωάννου Πάντος, παρέλειπε, όμως, το επώνυμό του για να μην εκθέτει την οικογένειά του με την επαναστατική του δράση. Ο πατέρας του Ιωάννης Ρήγα Πάντος καταγόταν από οικογένεια ευπατρίδων και ασχολούνταν με εμπορικές επιχειρήσεις. Ο Φίλιππος μαθήτευσε στο φημισμένο σχολείο της Ζαγοράς, όπου διακρίθηκε στη μελέτη των αρχαίων ελληνικών, αλλά σε ηλικία μόλις 16 ετών έχασε τον πατέρα του και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να διαχειριστεί τις επιχειρήσεις της οικογένειάς του. Εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και όταν ξέσπασε η Επανάσταση ανέλαβε ένοπλη δράση μαζί με το μεγαλύτερο αδελφό του Ρήγιο, ο οποίος έπεσε μαχόμενος στο Δραγατσάνι μαζί με το σύνολο, σχεδόν, των Ιερολοχιτών. Ο Φίλιππος διέφυγε στη Σκόπελο, όπου συμπλήρωσε τις γνώσεις του και από το 1826 άρχισε πια να διδάσκει ο ίδιος. Τρία χρόνια αργότερα ανέλαβε γραμματικός του ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη και δάσκαλος των παιδιών του. Όταν αυτά προσκλήθηκαν από το βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο στο Μόναχο για να παρακολουθήσουν μαθήματα στη στρατιωτική σχολή της πόλης, ο Ιωάννου τους ακολούθησε. Δίδαξε ελληνικά στους Έλληνες φοιτητές της στρατιωτικής σχολής καθώς και στους Μαξιμιλιανό, διάδοχο του βαυαρικού θρόνου, και Όθωνα, δευτερότοκο γιο του Λουδοβίκου και μέλλοντα βασιλιά της Ελλάδας. Παράλληλα, εμπλούτισε την επιστημονική του κατάρτιση παρακολουθώντας μαθήματα Φυσικών Επιστημών, Φιλοσοφίας και Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, από το οποίο αναγορεύθηκε διδάκτωρ Φιλοσοφίας. Επειδή κατείχε τη γερμανική γλώσσα και λόγω της προσωπικής του γνωριμίας με τη βαυαρική βασιλική οικογένεια, συμμετείχε ως μεταφραστής στην αντιπροσωπεία που διαπραγματεύτηκε την προσφορά του ελληνικού θρόνου στον Όθωνα, ενώ δίδαξε και την ελληνική στη μέλλουσα βασίλισσα Αμαλία. Όταν το 1837 επέστρεψε στην Ελλάδα, διορίστηκε σύμβουλος του Υπουργείου Εκπαίδευσης, ενώ την επόμενη χρονιά έγινε τακτικός καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της ακαδημαϊκής του καριέρας συμμετείχε σε πλήθος επιστημονικών εταιρειών, συλλόγων, ιδρυμάτων και επιτροπών, καθώς πίστευε ακράδαντα στην επιστημονική συνεργασία. Λόγω των σχέσεων του με το βασιλικό ζεύγος, το 1862 και μετά την έξωση του πρώτου βασιλιά απολύθηκε από τη θέση του καθηγητή, για να επιστρέψει ένα χρόνο αργότερα. Το 1867 ανέλαβε έφορος της Εθνικής Βιβλιοθήκης και, έπειτα από το θάνατο του Κωνσταντίνου Ασωπίου, τη διεύθυνση του Φιλολογικού Φροντιστηρίου. Κατά τη διάρκεια της μακράς ακαδημαϊκής του σταδιοδρομίας υπηρέτησε το Πανεπιστήμιο ως κοσμήτορας της Φιλοσοφικής, μέλος της ακαδημαϊκής Συγκλήτου και πρύτανης. Το 1871 ο υπουργός Δημόσιας Εκπαίδευσης Αθ. Πετμεζάς τον τίμησε με τη δια βίου χορηγία πλήρους μισθού τακτικού καθηγητή ως έκφραση ευγνωμοσύνης του έθνους για την εθνική και πνευματική του δράση.
3165