--> Gennadius Scrapbooks

Ιματιογραφία Β΄. Σειρά του Nicolai

Title: 

Publication/Bibliography: 

Description: 

Ανατύπωση σε περιοδικό των πρωτότυπων λιθογραφιών του Nicolay σε ιταλική μετάφραση του 1580 (Βενετία). Απεικονίζονται (με τη φορά τη ρολογιού): Τουρκάλα με τα παιδιά της, γενίτσαρος, Εβραίος έμπορος, Ραγουζαίος έμπορος.

Subject: 

ΓΥΝΑΙΚΕΣ|ΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ|ΕΒΡΑΙΟΙ|ΤΟΥΡΚΟΙ|ΔΟΥΛΟΙ|ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ|ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΕΝΔΥΜΑΣΙΕΣ

Date: 

Datecoveragefrom: 

Datecoverageto: 

Country: 

Οθωμανική Αυτοκρατορία

OLCity: 

OLSite: 

Monument: 

OLArea: 

Scrapbook: 

58

Volume: 

2

Spread: 

s004

Author: 

Nicolay

Engraver: 

Publisher: 

Type: 

Magazine clipping

Notes: 

Το 1567 έπειτα από ένα ταξίδι του ως μέλος διπλωματικής αποστολής στην οθωμανική αυτοκρατορία, ο Nicolas de Nicolay εξέδωσε το ταξιδιωτικό έργο "Les quatres premiers livres des navigations et peregrinations orientales, de N. de Nicolay Dauphinoys, Seigneur d'Arfeuille, Varlet de chambre, et Geographe ordinaire du Roy. Avec les figures au naturel tant, d’ hommes que de femmes selon la diuersité des nations, & de leur port, maintien & habitz". Περιείχε πληροφορίες για τα ήθη, τα έθιμα, τον τρόπο ζωής και τις ενδυμασίες των κατοίκων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι αναπαραστάσεις των οποίων ήταν οι πρώτες τόσο ακριβείς που καταγράφηκαν σε ευρωπαϊκό βιβλίο, και γνώρισε μεγάλη επιτυχία και πολλές μεταφράσεις. O Nicolas de Nicolay (1517-1583) γεννήθηκε στο χωριό Grave της περιοχής Dauphiné στα ΝΑ της Γαλλίας. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ταξίδεψε πολύ στο γερμανόφωνο χώρο, τη Δανία, την Αγγλία, τις ιταλικές πόλεις το ισπανικό βασίλειο και την οθωμανική αυτοκρατορία. Με την επιστροφή του στη Γαλλία διορίστηκε από το Βασιλιά Ερρίκο Β’ Γεωγράφος της Αυλής, ενώ το 1551 του ζητήθηκε να συνοδεύσει τον Gabriel d' Aramon, απεσταλμένο του γαλλικού στέμματος στην αυλή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, και να φιλοτεχνήσει μία σειρά τοπογραφικών πινάκων Η πόλη Ραγούζα στις δαλματικές ακτές είνα το σημερινό Ντουμπρόβνικ της Κροατίας. Τα επίλεκτα γενιτσαρικά τάγματα (γενίτσαρος στα τουρκικά σημαίνει “νέος στρατιώτης”) στελεχώνονταν από αγόρια χριστιανικών οικογενειών 8 – 20 ετών που επιλέγονταν με προσοχή από την οθωμανική διοίκηση για τα φυσικά ή πνευματικά τους προσόντα. Αποκλείονταν μοναχοπαίδια ή παιδιά αρματολών, παντρεμένοι, κάτοικοι πόλεων ή προνομιακών κοινοτήτων. Ο “φόρος του αίματος” όπως έχει ονομαστεί η σκληρή αυτή πρακτική των Οθωμανών, άρχισε να εφαρμόζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα (συνήθως κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια), κυρίως από το 14ο αιώνα υπό την ηγεσία του Μουράτ Α’ (1360-1389), για να συστηματοποιηθεί πλήρως το 16ο αιώνα από τους Σουλτάνους Σελίμ Α' (1512-1520) και Σουλεϊμάν Α' (1520-1566). Τις συνέπειες του μέτρου υφίσταντο αρχικά οι βαλκανικοί λαοί (Αλβανοί, Βόσνιοι, Βούλγαροι, Έλληνες, Κροάτες και Σέρβοι), ενώ από το 17ο αιώνα το παιδομάζωμα (devshirmeh, σημαίνει “συγκέντρωση”, “μάζεμα” στα τουρκικά) επεκτάθηκε και στην Ουκρανία και τη νότιο Ρωσία. Τα αγόρια αφού συγκεντρώνονταν στέλνονταν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ανάλογα με τις δυνατότητες τους είτε παρέμεναν υπό περιορισμό στα παλάτια της πόλης για να εκπαιδευθούν στη διοίκηση (ιτς – ογλάν) είτε έμεναν μαζί με αγροτικές τουρκικές οικογένειες για να μάθουν τη γλώσσα και τις τουρκικές συνήθειες, ώσπου να φτάσουν την απαραίτητη ηλικία και να μπουν στο στράτευμα (ατζέμ – ογλάν). Από την πρώτη κατηγορία προέρχονταν οι σημαντικότεροι αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας – με κορυφαίο το Μεγάλο Βεζίρη, ενώ από τη δεύτερη οι καλύτεροι πολεμιστές. Στόχος του μέτρου αυτού ήταν η δημιουργία ισχυρού στρατού και ικανής διοίκησης, αμφότερων βασισμένων στην αξιοκρατία και την προσωπική ικανότητα, μακριά από νεποτισμούς, οικογενειοκρατίες και δυναστικές έριδες. Παρόμοια μοντέλα δημιουργίας αφοσιωμένου στρατού σκλάβων είχαν υιοθετηθεί και στο παρελθόν, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό των Μαμελούκων Τούρκων που από σκλάβοι του Χαλίφη έφτασαν να διοικούν την Αίγυπτο παραγκωνίζοντάς τον. Το σημαντικότερο προσόν των γενιτσαρικών ταγμάτων ήταν ότι εκπαιδεύονταν μακριά από τις οικογένειές τους και με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι απόλυτα αφοσιωμένοι στον αφέντη τους, το Σουλτάνο. Ήταν προσωπικοί υπηρέτες του, του όφειλαν τυφλή υπακοή κι εκείνος είχε πάνω τους εξουσία ζωής και θανάτου. Για να εξασφαλιστεί η επιτυχία του συστήματος, ακόμη κι αν δεν ασπάζονταν οι ίδιοι οι γενίτσαροι τον ισμλαμισμό (που ήταν, πάντως, το συνηθέστερο), τα παιδιά τους θεωρούνταν μουσουλμάνοι με αποτέλεσμα να αποκλείονται από το devshirmeh και τις ευκαρίες που αυτό πρόσφερε για σταδιοδρομία στο στρατό ή τη διοίκηση. Ο θεσμός άρχισε να φθίνει όταν άνοιξε ο δρόμος για τα γενιτσαρικά τάγματα στους ελεύθερους μουσουλμάνους με δωροδοκίες, με αποτέλεσμα το 17ο αιώνα το δικαίωμα εισδοχής να είχε γίνει πια κληρονομικό – καταστρατηγώντας ουσιαστικά τον ίδιο το λόγο ύπαρξης του θεσμού, την αξιοκρατική ανάρρηση στην εξουσία. Μέχρι το 19ο αιώνα ο θεσμός είχε πλέον εκφυλιστεί, καθώς εξέλιπε μέχρι και ο στοιχειώδης σεβασμός στο πρόσωπο του Σουλτάνου. Το πρόβλημα της απειθαρχίας των γενιτσάρων έλυσε δια παντός ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’ το 1826, όταν διέταξε τους πιστούς σπαχήδες του να τους σφαγιάσουν στους κοιτώνες τους. Τους δύο αιώνες που εφαρμόστηκε συστηματικά το devshirmeh (15ος – 17ος αι.) υπολογίζεται ότι 200.000 με 300.000 αγόρια αρπάχτηκαν από τις οικογένειές τους για να υπηρετήσουν το Σουλτάνο.

ObjectId: 

4180