Φωτογραφική άποψη του Ιππόδρομου της Κωνσταντινούπολης. Στα αριστερά διακρίνεται ο κτιστός οβελίσκος του Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου (Χάλκινη Στήλη), στη μέση η αναθηματική στήλη των όφεων και στα δεξιά ο αιγυπτιακός οβελίσκος του Θεοδοσίου. Χαμηλά σπίτια πλαισιώνουν τα τρία μνημεία.
ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ|ΚΑΤΟΙΚΙΑ|ΜΝΗΜΕΙΑ|ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
Οθωμανική Αυτοκρατορία
Ιππόδρομος (Ατ Μεϊντανί)
αιγυπτιακός οβελίσκος Θεοδοσίου, κτιστός οβελίσκος Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου (Χάλκινη Στήλη), αναθηματική στήλη των όφεων
52
2
s013
Robertson
Photo
O Βρετανός (σκωτσέζικης καταγωγής) James Robertson (1813 – 1888) ήταν χαράκτης και φωτογράφος, θεωρείται, μάλιστα, από τους πρώτους φωτογράφους – πολεμικούς ανταποκριτές. Γεννημένος στο Middlesex της Αγγλίας εγκαθίσταται στην Κωνσταντινούπλη το 1841 ως υπέυθυνος χάραξης νομισμάτων στο αυτοκρατορικό νομισματοκοπείο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην οθωμανική πρωτεύουσα ανέπτυξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη φωτογραφία και το 1853 συνεταιρίστηκε με τον συμπατριώτη του Felice Beato, ενώ την επόμενη χρονιά άνοιξε φωτογραφικό κατάστημα στην ευρωπαϊκή συνοικία του Πέραν. Με τη συνεργασία και του Antonio Beato, αδελφού του Felice, οι τρεις φωτογράφοι άρχισαν να ταξιδεύουν και να φωτογραφίζουν απόψεις πόλεων και μνημεία στη Μάλτα, την Ελλάδα, την Ιερουσαλήμ και αλλού. Οι φωτογραφίες του Robertson γνώρισαν μεγάλη επιτυχία, συμμετείχαν σε διεθνείς εκθέσεις στο Παρίσι και το Λονδίνο, ενώ δημοσιεύθηκαν και σε δημοφιλή εικονογραφημένα περιοδικά της εποχής, όπως το London Illustrated News. Μεγάλη φήμη γνώρισε, εξάλλου, για τη φωτογραφική κάλυψη του Κριμαϊκού Πολέμου (1853 – 1856). Ο κτιστός οβελίσκος του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου (ή Χάλκινη Στήλη) βρίσκεται στη νότια πλευρά του Ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης και έχει ύψος 32 μέτρα. Χρονολογείται στο 10ο μ. Χ. αιώνα και, συγκεκριμένα, την εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ’ του Πορφυρογένητου. Βάσει της παράδοσης, ο οβελίσκος ήταν διακοσμημένος με επίχρυσες χάλκινες πλάκες που αναπαριστούσαν στρατιωτικές νίκες του Βασιλείου Α’, παππού του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου και ιδρυτή της βυζαντινής δυναστείας των Μακεδόνων. Οι πλάκες αυτές θρυλείται ότι λαφυραγωγήθηκαν από τους σταυροφόρους κατά την Α’ Άλωση της Πόλης και ότι κατέληξαν στο χυτήριο. Οι εκτεταμένες φθορές στις πέτρες του οβελίσκου αποδίδονται στους νεαρούς γενίτσαρους που συνήθιζαν να σκαραφλώνουν πάνω του για να αποδείξουν τη γενναιότητά τους. Η αναθηματική Στήλη των Όφεων αφιερώθηκε από τις συμμαχικές πόλεις – κράτη στο μαντείο των Δελφών έπειτα από τη νίκη τους στις Πλαταιές έναντι των Περσών το 479 π. Χ., νίκη που έβαλε τέλος στην περσική απειλή και στους μηδικούς πολέμους, και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 324 μ. Χ. με διαταγή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Αποτελούνταν από ένα ορειχάλκινο σύμπλεγμα τριών φιδιών που σχημάτιζε στήλη, με τα κεφάλια των φιδιών να στηρίζουν χρυσό τρίποδα. Το ανάθημα τοποθετήθηκε δίπλα στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, ενώ στη βάση του χαράχθηκαν τα ονόματα των πόλεων – κρατών που συνασπίστηκαν ενάντια στους Πέρσες (τριάντα μία στο σύνολο). Τα χρυσά μέλη του αναθήματος είτε αφαιρέθηκαν από τους Βυζαντινούς σε μία προσπάθεια να συγκεντρώσουν χρήματα για να οχυρώσουν την πόλη μπροστά στον κίνδυνο της Δ’ Σταυροφορίας το 1204 είτε λαφυραγωγήθηκαν από τους ίδιους τους σταυροφόρους και κατέληξαν στο χυτήριο. Τα κεφάλια των όφεων παρέμεναν στη θέση τους ως τα τέλη του 17ου – αρχές του 18ου αιώνα, βάσει χαρακτικών της περιόδου που τα αναπαριστούν. Ο μονολιθικός αιγυπτιακός οβελίσκος που κοσμεί το κέντρο του Ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης πάνω σε μαρμάρινη βάση κοσμημένη με πρόστυπα ανάγλυφα, χρονολογείται στα 1490 περίπου π. Χ. κατά την περίοδο της εξουσίας του Φαραώ Τούθμωση Γ’ και είναι κατασκευασμένος από ροζ γρανίτη. Μεταφέρθηκε από το ναό του Καρνάκ στο Λούξορ στην Κωνσταντινούπολη και στήθηκε από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α' το 390 μ. Χ. ως τιμητική στήλη εις ανάμνηση των πολεμικών κατορθωμάτων του. Εκτιμάται ότι ο οβελίσκος στην αρχική του μορφή είχε ύψος πάνω από 30 μέτρα ύψος και ζύγιζε 400 τόνους, αλλά είτε έσπασε είτε τεμαχίστηκε κατά τη μεταφορά του από την Αίγυτπο.
5920