--> Gennadius Scrapbooks

Τοπογραφία IF΄ Κωνσταντινούπολις - β΄

Title: 

Vue de la seconde Porte du Séraї appellée Orta-Kapousi.

Publication/Bibliography: 

Voyage pittoresque de la Grèce. Tome second. IIe. partie. A Paris. J. J. Blaise Libraire. M. DCCC. XXII.

Description: 

Άποψη της πύλης του χαιρετισμού - δεύτερης διαδοχικά από τις τρεις του Τοπ Καπί. Η αυλή μεταξύ της πρώτης και δεύτερης πύλης που απεικονίζεται, ονομαζόταν αυλή των γενιτσάρων.

Subject: 

ΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ|ΔΟΥΛΟΙ|ΑΝΑΚΤΟΡΑ|ΜΝΗΜΕΙΑ|ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Date: 

1822

Datecoveragefrom: 

Datecoverageto: 

Country: 

Οθωμανική Αυτοκρατορία

OLCity: 

Κωνσταντινούπολη

OLSite: 

Τοπ Καπί (παλάτι σουλτάνου)

Monument: 

πύλη του χαιρετισμού (Babus selam ή Orta Kapousi)

OLArea: 

αυλή των γενιτσάρων

Scrapbook: 

52

Volume: 

2

Spread: 

s072

Author: 

Choiseul-Gouffier

Engraver: 

Publisher: 

J. J. Blaise Libraire

Type: 

Book page

Notes: 

Ο κόμης Marie-Gabriel-Florent-Auguste de Choiseul-Gouffier (1752 – 1817) συνδύαζε την αγάπη για τον κλασικό πολιτισμό και τα γράμματα με τη σταδιοδρομία στον πολιτικό στίβο. Από νεαρή ηλικία, μαθητής ακόμη στο Κολλέγιο Harcourt, ανέπτυξε μεγάλο ενδιαφέρον για τις κλασικές αρχαιότητες, ενώ το 1776 σε ηλικία 24 ετών ταξίδεψε για πρώτη φορά στον ελλαδικό χώρο. Με συνεπιβάτες και συνοδοιπόρους άλλους περιηγητές, ζωγράφους και αρχιτέκτονες, ο Choiseul-Gouffier επισκέφθηκε την Πελοπόννησο, τα νησιά του Αιγαίου και τη Μικρά Ασία καταγράφοντας τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του και συλλέγοντας πληροφορίες για την κατάσταση στη Μεσόγειο σε σχέση με τα συμφέροντα της ρωσικής αυτοκρατορίας. Με την επιστροφή του στη Γαλλία εξέδωσε τον πρώτο τόμο των περιηγητικών του αναμνήσεων "Voyage pittoresque de la Grèce", ο οποίος γνώρισε μεγάλη επιτυχία, γεγονός που βοήθησε τόσο την ακαδημαϊκή, όσο και την πολιτική του καρίερα. Το 1782 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Επιγραφών και Καλών Τεχνών (Académie des Iscriptions et Belles – Lettres), την επόμενη χρονιά μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, ενώ το 1784 ανέλαβε πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, θέση στην οποία παρέμεινε ως την πτώση της γαλλικής μοναρχίας επτά χρόνια αργότερα. Κατά τη διάρκεια της θητείας του επισκέφθηκε την πόλη των Αθηνών, αποσπώντας μάλιστα φιρμάνι απο το Σουλτάνο που του επέτρεπε να αφαιρέσει και να οικειοποιηθεί αρχιτεκτονικά μέλη και γλυπτά από την Ακρόπολη. Στα αποκτήματά του συμπεριλαμβάνονται μέρος της ζωφόρου του Παρθενώνα, μαρμάρινος ανδριάντας του Ρωμαίου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου και άγαλμα του Απόλλωνα. Το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης τον βρήκε στην Κωνσταντινούπολη, από όπου αρνούνταν να φύγει φοβούμενος την εκτέλεση. Εν τέλει, το 1792 κατέφυγε στη Ρωσία, όπου ανέλαβε τη διεύθυνση της Ακαδημίας Τεχνών και Βασιλικών Βιβλιοθηκών και ανέπτυξε στενή φιλία με την αυτοκράτειρα Μεγάλη Αικατερίνη, η οποία του παραχώρησε εκτάσεις γης στη Βαλτική (σημερινή Λιθουανία). Στη Γαλλία της Πρώτης Αυτοκρατορίας επέστρεψε το 1802, εκμεταλλευόμενος την αμνηστεία που παραχώρησε σε μέλη της αριστοκρατίας ο Ναπολέων και δημοσίευσε το 1809 το πρώτο τεύχος του δεύτερου τόμου του έργου του "Voyage pittoresque de la Grèce" (το δεύτερο μέρος του δεύτερου τόμου εκδόθηκε μετά το θάνατό του). Με την παλινόρθωση της δυναστείας των Βουρβώνων το 1822 ορκίστηκε Υπουργός και ανέκτησε τη θέση του στην Ακαδημία. Το 1459 ο Μωάμεθ Β’ αποφάσισε μετά το Εσκί Σεράι στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης να κτίσει δεύτερο παλάτι, στο σημείο της πόλης όπου συναντώνται ο Κεράτιος Κόλπος με τη Θάλασσα του Μαρμαρά, στη θέση της αρχαίας βυζαντινής ακρόπολης. Η οικοδόμηση του ανακτόρου διήρκεσε 16 περίπου χρόνια. Το 19ο αιώνα, την αρχική ονομασία Γενί Σεράι (Νέο Παλάτι) αντικατέστησε η νέα ονομασία Τοπ Καπί (Πύλη του Κανονιού), λόγω της ομώνυμης γειτονικής πύλης. Το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον του παλατιού έγκειται τόσο στον τρόπο κατασκευής του, όσο και στο γεγονός ότι διαμορφώθηκε με τα χρόνια και αναλόγως των προσθηκών, επεκτάσεων του κάθε σουλτάνου. Ουσιαστικά, δεν αποτελεί ενιαίο χώρο, αλλά ένα σύμπλεγμα κτιρίων, κήπων, κρηνών, περιπτέρων κοκ που αναπτύσσονται σε τέσσερις μεγάλες αυλές. Οι αυλές αναπτύσσονται σε έναν κάθετο άξονα με κατέυθυνση από νότο προς βορρά και χωρίζονται με πύλες, ενώ η πρόσβαση σε αυτές μειώνεται προοδευτικά. Η τέταρτη και πιο εσωτερική αυλή ανήκε αποκλειστικά και μόνο στο σουλτάνο. Το ανάκτορο του Τοπ Καπί παρέμεινε βασική κατοικία των σουλτάνων ως τα μέσα του 19ου αιώνα, οπότε η αυλή μεταφέρθηκε στο νεότευκτο και πιο "ευρωπαϊκό" παλάτι Dolmabahçe. Τα επίλεκτα γενιτσαρικά τάγματα (γενίτσαρος στα τουρκικά σημαίνει “νέος στρατιώτης”) στελεχώνονταν από αγόρια χριστιανικών οικογενειών 8 – 20 ετών που επιλέγονταν με προσοχή από την οθωμανική διοίκηση για τα φυσικά ή πνευματικά τους προσόντα. Αποκλείονταν μοναχοπαίδια ή παιδιά αρματολών, παντρεμένοι, κάτοικοι πόλεων ή προνομιακών κοινοτήτων. Ο “φόρος του αίματος” όπως έχει ονομαστεί η σκληρή αυτή πρακτική των Οθωμανών, άρχισε να εφαρμόζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα (συνήθως κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια), κυρίως από το 14ο αιώνα υπό την ηγεσία του Μουράτ Α’ (1360-1389), για να συστηματοποιηθεί πλήρως το 16ο αιώνα από τους Σουλτάνους Σελίμ Α' (1512-1520) και Σουλεϊμάν Α' (1520-1566). Τις συνέπειες του μέτρου υφίσταντο αρχικά οι βαλκανικοί λαοί (Αλβανοί, Βόσνιοι, Βούλγαροι, Έλληνες, Κροάτες και Σέρβοι), ενώ από το 17ο αιώνα το παιδομάζωμα (devshirmeh, σημαίνει “συγκέντρωση”, “μάζεμα” στα τουρκικά) επεκτάθηκε και στην Ουκρανία και τη νότιο Ρωσία. Τα αγόρια αφού συγκεντρώνονταν στέλνονταν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ανάλογα με τις δυνατότητες τους είτε παρέμεναν υπό περιορισμό στα παλάτια της πόλης για να εκπαιδευθούν στη διοίκηση (ιτς – ογλάν) είτε έμεναν μαζί με αγροτικές τουρκικές οικογένειες για να μάθουν τη γλώσσα και τις τουρκικές συνήθειες, ώσπου να φτάσουν την απαραίτητη ηλικία και να μπουν στο στράτευμα (ατζέμ – ογλάν). Από την πρώτη κατηγορία προέρχονταν οι σημαντικότεροι αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας – με κορυφαίο το Μεγάλο Βεζίρη, ενώ από τη δεύτερη οι καλύτεροι πολεμιστές. Στόχος του μέτρου αυτού ήταν η δημιουργία ισχυρού στρατού και ικανής διοίκησης, αμφότερων βασισμένων στην αξιοκρατία και την προσωπική ικανότητα, μακριά από νεποτισμούς, οικογενειοκρατίες και δυναστικές έριδες. Παρόμοια μοντέλα δημιουργίας αφοσιωμένου στρατού σκλάβων είχαν υιοθετηθεί και στο παρελθόν, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό των Μαμελούκων Τούρκων που από σκλάβοι του Χαλίφη έφτασαν να διοικούν την Αίγυπτο παραγκωνίζοντάς τον. Το σημαντικότερο προσόν των γενιτσαρικών ταγμάτων ήταν ότι εκπαιδεύονταν μακριά από τις οικογένειές τους και με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι απόλυτα αφοσιωμένοι στον αφέντη τους, το Σουλτάνο. Ήταν προσωπικοί υπηρέτες του, του όφειλαν τυφλή υπακοή κι εκείνος είχε πάνω τους εξουσία ζωής και θανάτου. Για να εξασφαλιστεί η επιτυχία του συστήματος, ακόμη κι αν δεν ασπάζονταν οι ίδιοι οι γενίτσαροι τον ισμλαμισμό (που ήταν, πάντως, το συνηθέστερο), τα παιδιά τους θεωρούνταν μουσουλμάνοι με αποτέλεσμα να αποκλείονται από το devshirmeh και τις ευκαρίες που αυτό πρόσφερε για σταδιοδρομία στο στρατό ή τη διοίκηση. Ο θεσμός άρχισε να φθίνει όταν άνοιξε ο δρόμος για τα γενιτσαρικά τάγματα στους ελεύθερους μουσουλμάνους με δωροδοκίες, με αποτέλεσμα το 17ο αιώνα το δικαίωμα εισδοχής να είχε γίνει πια κληρονομικό – καταστρατηγώντας ουσιαστικά τον ίδιο το λόγο ύπαρξης του θεσμού, την αξιοκρατική ανάρρηση στην εξουσία. Μέχρι το 19ο αιώνα ο θεσμός είχε πλέον εκφυλιστεί, καθώς εξέλιπε μέχρι και ο στοιχειώδης σεβασμός στο πρόσωπο του Σουλτάνου. Το πρόβλημα της απειθαρχίας των γενιτσάρων έλυσε δια παντός ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’ το 1826, όταν διέταξε τους πιστούς σπαχήδες του να τους σφαγιάσουν στους κοιτώνες τους. Τους δύο αιώνες που εφαρμόστηκε συστηματικά το devshirmeh (15ος – 17ος αι.) υπολογίζεται ότι 200.000 με 300.000 αγόρια αρπάχτηκαν από τις οικογένειές τους για να υπηρετήσουν το Σουλτάνο.

ObjectId: 

6167