K. Griechische Artillerie
Στρατιώτες και αξιωματικοί του ελληνικού πυροβολικού σε δύο επίπεδα. Διακρίνεται οπλισμός (ξίφη, ξιφολόγχες, τουφέκια και, στο μέσον της πρώτης σειράς, ένα πυροβόλο με τους χειριστές του). Κάτω αριστερά και στα δύο επίπεδα υπογραφή του χαράκτη: Ellmer.
ΠΕΖΙΚΟ/ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟ|ΕΛΛΗΝΕΣ|ΟΠΛΑ/ΟΠΛΙΣΜΟΣ|ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ/ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ
1832
Ελλάδα
58
1
s003
Ellmer
I. M. Hermann
Book page
Η ιστορία του πυροβολικού είναι σχετικά σύντομη σε σχέση με τα υπόλοιπα όπλα – εξαιρουμένης της αεροπορίας – γιατί η εμφάνισή του είναι άμεσα συνδεδεμένη με την διάδοση της πυρίτιδας στη Δύση. Το εξαιρετικά εύφλεκτο υλικό αυτό είχαν ανακαλύψει οι Κινέζοι ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ. Στην Ευρώπη έφτασε μέσα από τις διηγήσεις του Μάρκο Πόλο και τις μεσαιωνικές επιδρομές των μογγολικών φυλών. Ο πρώτος Ευρωπαίος που ασχολήθηκε επισταμένως με τη μελέτη και χρήση της πυρίτιδας ήταν ο Άγγλος μοναχός, φιλόσοφος, λόγιος και επιστήμονας Roger Bacon. Οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν πυροβόλα όπλα στο πεδίο της μάχης θεωρούνται οι Άραβες, οι Ευρωπαίοι όμως τα τελειοποίησαν με την κατασκευή ανθεκτικών μεταλλικών σωλήνων (κανόνια), ενώ επάνδρωσαν με αυτά και τα πλοία τους. Το πυροβολικό και η σημασία που απέκτησε στη στρατηγική προϊόντος του χρόνου διαφοροποίησε πλήρως τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου, καθώς οι μάχες σώμα – με – σώμα άρχισαν να υποχωρούν, με τον πόλεμο χαρακωμάτων να παίρνει τη θέση της κατά μέτωπον σύγκρουσης. Αντιλαμβανόμενος την αποτελεσματικότητα του όπλου και αναγνωρίζοντας την υπεροχή του ο Δημήτριος Υψηλάντης είναι ο πρώτος που ενδιαφέρεται να συστήσει πυροβολικό σώμα στον ελληνικό στρατό. Εν τέλει, από τους πρώτους μήνες της Επανάστασης του 1821, συγκροτείται με αιματηρές θυσίες η πρώτη Πυροβολαρχία στην Καλαμάτα, ενώ επτά χρόνια αργότερα σχηματίζεται το πρώτο Τάγμα Πυροβολικού με εμπροσθογεμή πυροβόλα λείου σωλήνα, το οποίο διακρίνεται σε Πυροβολικό Πεδιάδος και σε Πυροβολικό Πολιορκίας (φρουρίου). Το 1829 το Πυροβολικό οργανώνεται σε Σώμα αποτελούμενο από ένα Τάγμα Πυροβολητών (με τέσσερις Πυροβολαρχίες) και ένα Λόχο Φρουριακού Πυροβολικού. Για τη διάκριση σε Πεδινό και Ορειβατικό Πυροβολικό θα χρειαστούν άλλα δεκατέσσερα χρόνια, ενώ από το 1853 απαντάται ο όρος “Μοίρα” για τις Μονάδες του Πυροβολικού. Το 1874 η Μοίρα αναπτύχθηκε σε Σύνταγμα με τα πυροβόλα να είναι πλέον οπισθογεμή αυλακωτά. Πρίν από τους Βαλκανικούς Πολέμους, το ελληνικό κράτος διέθετε τέσσερα Συντάγματα Πυροβολικού, δύο Μοίρες Ορειβατικού Πυροβολικού και μία Μοίρα Βαρέως Πυροβολικού. Κατακόρυφα αυξήθηκε ο αριθμός των Πυροβολαρχιών και Μοιρών κατά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, ενώ μεταξύ 1941-1944 υπήρχαν και Συντάγματα Πεδινού Πυροβολικού στην αντίσταση που αναπτύχθηκε στη Μέση Ανατολή.
999